- εὐθύστομος
- εὐθύ-στομος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθύστομος — εὐθύστομος, ον (Α) αυτός που μιλάει με ευθύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + στομος < στόμα] … Dictionary of Greek
εὐθυστόμους — εὐθύστομος talking plainly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek